μετριοπάθεια

μετριοπάθεια
η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής]
1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.)
2. έλλειψη αδιαλλαξίας, συμβιβαστικότητα, υποχωρητικότητα, σύνεση, σωφροσύνη («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη κατάσταση πρέπει να δείξουμε μετριοπάθεια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετριοπαθεία — μετριοπαθείᾱ , μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπαθείᾳ — μετριοπαθείᾱͅ , μετριοπάθεια restraint over the passions fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθεια — restraint over the passions fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθεια — η συγκράτηση των υπερβολικών αντιδράσεων, σωφροσύνη, διαλλακτικότητα, σύνεση: Υπάρχει μετριοπάθεια στις απόψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετριοπαθείας — μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc pl μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθειαι — μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοπάθειαν — μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • МЕТРИОПАТИЯ —         (греч. , от ?? умеряющий свои страсти: умеренный, ?? ?? страсть, аффект), термин перипатетической школы, возникший в полемике со стоицизмом: стоич. идеалу полного искоренения аффектов и абс. бесстра стия мудреца перипатетики… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”