μετριοπαθεία — μετριοπαθείᾱ , μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπαθείᾳ — μετριοπαθείᾱͅ , μετριοπάθεια restraint over the passions fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπάθεια — restraint over the passions fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπάθεια — η συγκράτηση των υπερβολικών αντιδράσεων, σωφροσύνη, διαλλακτικότητα, σύνεση: Υπάρχει μετριοπάθεια στις απόψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετριοπαθείας — μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc pl μετριοπαθείᾱς , μετριοπάθεια restraint over the passions fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπάθειαι — μετριοπάθεια restraint over the passions fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετριοπάθειαν — μετριοπάθεια restraint over the passions fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… … Dictionary of Greek
МЕТРИОПАТИЯ — (греч. , от ?? умеряющий свои страсти: умеренный, ?? ?? страсть, аффект), термин перипатетической школы, возникший в полемике со стоицизмом: стоич. идеалу полного искоренения аффектов и абс. бесстра стия мудреца перипатетики… … Философская энциклопедия